- πανηγυρίων
- πανήγυριςgeneralfem gen pl (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσωπείο — Έτσι ονομάζεται το ψεύτικο πρόσωπο που κατασκευάζεται από διάφορα υλικά και σε διάφορα σχήματα, με μορφή ανθρώπου ή ζώου ή διαβολική, με χαρακτηριστικά σκόπιμα παραμορφωμένα, και χρησιμοποιείται για μαγικούς τελετουργικούς σκοπούς ή για τον… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Ματσόνι, Γκουίντο — (Guido Mazzoni, Μοντένα 1450 – 1518). Ιταλός γλύπτης. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως οργανωτής λαϊκών εορτασμών και πανηγυριών. Το 1475 φιλοτέχνησε το πρώτο του γλυπτό που ονομάζεται Ο Χριστός νεκρός, για έναν ναό της μικρής πόλης Μπουσέτο, ενώ… … Dictionary of Greek
Πίτρε, Τζιουζέπε — (Pitre). Ιταλός εθνολόγος και λαογράφος. Διετέλεσε καθηγητής της εθνολογικής ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο του Παλέρμο από το 1910. Έγραψε διάφορα έργα της ειδικότητάς του, το σπουδαιότερο από τα οποία τιτλοφορείται Βιβλιοθήκη των σικελιώτικων… … Dictionary of Greek
παλιάτσος — ο (λ. ιταλ.) 1. κωμικός τσίρκων, πανηγυριών, αλλ. γελωτοποιός. 2. αυτός που δεν είναι σοβαρός ούτε στους λόγους, ούτε στις κινήσεις, ο γελοίος, ο τιποτένιος: Περίμενα να δω σοβαρό άνθρωπο και είδα έναν παλιάτσο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)